- ρέντγκεν
- το, Νβλ. ραίντγκεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ρέντγκεν, Βίλχελμ Κόνραντ — (Rφntgen, Λένεπ, Ρηνανία 1845 – Μόναχο 1923). Γερμανός φυσικός. Τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Άπελντοορν της Ολλανδίας, όπου είχε καταφύγει η οικογένειά του μετά τις εξεγέρσεις του 1848· κατόπιν σπούδασε στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης,… … Dictionary of Greek
παραθλασίμετρο ακτίνων Ρέντγκεν — Συσκευή για τη μέτρηση της έντασης και της διεύθυνσης της ακτινοβολίας Ρέντγκεν, που παραθλάται σε κρυσταλλικό αντικείμενο. Η συσκευή αυτή βρίσκει εφαρμογή στη λύση διαφόρων προβλημάτων της κρυσταλλογραφικής ανάλυσης με ακτίνες Ρέντγκεν.… … Dictionary of Greek
ακτινολογία — Ο όρος αυτός σημαίνει ακριβώς την επιστήμη η οποία κυρίως μελετά τις ιονίζουσες ακτινοβολίες· στην τρέχουσα γλώσσα όμως, λέγοντας α., εννοούμε τον κλάδο της ιατρικής που ασχολείται με τις εφαρμογές των ακτινοβολιών αυτών στη διαγνωστική και στη… … Dictionary of Greek
περίθλαση — Φυσικό φαινόμενο που οφείλεται στην απόκλιση ενός κύματος από την ευθύγραμμη διάδοση και παρατηρείται όταν το κύμα αυτό διέρχεται μέσω οπών ή προσκρούει σε εμπόδια, οι διαστάσεις των οποίων είναι της τάξης του μήκους του κύματος. Η π. συναντάται… … Dictionary of Greek
δοσιμετρία — Ποσοτικός προσδιορισμός φυσικών μεγεθών με τη μέτρηση των αποτελεσμάτων που προκαλούν τα μεγέθη αυτά. Παλαιότερα η χρήση του όρου δ. ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό των δόσεων. Έτσι γινόταν λόγος για δ. στην περίπτωση του προσδιορισμού της… … Dictionary of Greek
Κούλιτζ, Γουίλιαμ Ντέιβιντ — (William David Coolidge, 1873 – 1975). Αμερικανός φυσικός και χημικός. Σπούδασε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (ΜΙΤ) και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία. Το 1908 έγινε βοηθός διευθυντή του εργαστηρίου ερευνών, της εταιρείας General… … Dictionary of Greek
ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… … Dictionary of Greek
ακτινοδερματίτιδα — Αλλοίωση του δέρματος, πρόσφατη (πρώιμο στάδιο) ή παλαιά (όψιμο στάδιο) που οφείλεται είτε στην ακτινοβολία μιας θέσης του δέρματος σε μεγάλες δόσεις για θεραπευτικούς σκοπούς είτε στη συνεχή ακτινοβολία (επαγγελματική α.) με ακτίνες Ρέντγκεν,… … Dictionary of Greek
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
εμμηνόπαυση — Η μόνιμη διακοπή της έμμηνης ρύσης στη γυναίκα. Είναι αποτέλεσμα της μόνιμης διακοπής της ωοθυλακιορρηξίας και, επομένως, και της αναπαραγωγικής ικανότητας, η οποία όμως μπορεί να έχει προηγηθεί για διάστημα 12 18 μηνών. Γνωστή και ως… … Dictionary of Greek